- τροπώνω
- τρόπωσα, τροπώθηκα, τροπωμένος1. συνδέω το κουπί με το σκαρμό.2. βάζω σκοινένιο σκουλαρίκι σε τροχίλο, σε μακαρά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τροπώνω — τροπῶ, όω, ΝΑ [τροπός] ναυτ. συνδέω το κουπί με τον σκαλμό τοποθετώντας τον τροπωτήρα νεοελλ. ναυτ. τοποθετώ σχοινένιο δακτύλιο στον μακαρά … Dictionary of Greek
τροπωτός — ή, ό, Ν [τροπώνω] ναυτ. (για τρόχιλο) αυτός που περιβάλλεται με τροπό, με σχοινένιο δακτύλιο … Dictionary of Greek
τροπώ — (I) έω, Α (σπάν. ποιητ. τ.) τρέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ετεροιωμένη βαθμίδα τρόπ τού τρέπω, κατά τα συνηρημ. σε έω / ῶ (πρβλ. φέρω: φορῶ)]. (II) όω, ΜΑ [τροπή] τρέπω κάποιον σε φυγή, κατατροπώνω. (III) όω, Α βλ. τροπώνω … Dictionary of Greek